- αχείμαστος
- ἀχείμαστος, -ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, -ον (Α)όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχοςμσν.επίρρ. ἀχειμαστὶχωρίς αναταραχήαρχ.(για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α- στερ. + χειμάζω «φέρνω καταιγίδα, θύελλα, ταράζω» — ο τ. αχείμαντος < α- στερ. + χειμαίνω «ταράζω, συγχύζω, είμαι τρικυμιώδης» και ο τ. αχείματος < α- στερ. + χείμα «θύελλα, καταιγίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.